- εὐᾱερος
- εὐ-ᾱερος, mit guter, milder, gesunder Luft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐάερος — with fresh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάερος — η, ο (ΑΜ εὐάερος, ον) (για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αερος (< αήρ, ος), (πρβλ. δυσ άερος, εν άερος)] … Dictionary of Greek
ευάερος — η, ο αυτός που τον πιάνει ο αέρας, που έχει καλό και δροσερό αέρα: Σπίτι ευάερο και ευήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐάερον — εὐάερος with fresh masc/fem acc sg εὐάερος with fresh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαερώτερα — εὐάερος with fresh neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαέροις — εὐάερος with fresh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαέρους — εὐάερος with fresh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαέρῳ — εὐάερος with fresh masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαερής — εὐαερής, ές (Α) βλ. ευάερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ευάερος*] … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
αερικάτος — και αγερικάτος, η, ο [αερικός] 1. ευάερος, δροσερός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις του … Dictionary of Greek